- ευεκτός
- εὐεκτός, -όν (ΑΜ)ο υγιής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκτός (< έχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐεκτόν — εὐεκτός masc/fem acc sg εὐεκτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεκτῶς — εὐεκτός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεκτότερα — εὐεκτός neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεξία — η (ΑΜ εὐεξία) [ευεκτός] η καλή κατάσταση τού σώματος, η καλή κατάσταση τής υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.) νεοελλ. η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερία αρχ. η επιδεξιότητα, η ικανότητα («εὐεξία ἐν τοῑς πολεμικοῑς», Πολ.) … Dictionary of Greek
εὐεκτῶν — εὐέκτης of a good habit of body masc gen pl εὐεκτέω to be in good condition pres part act masc nom sg (attic epic doric) εὐεκτός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)